φρανίζω

φρανίζω
φρανίζω,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φρανίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «φρενόω, σωφρονίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα φρᾰ ν τής λ. φρήν* «νους, σκέψη, καρδιά» και έχει σχηματιστεί κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • φρανίζειν — φρανίζω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”